- λέξημα
- το(όρος τής δομικής σημασιολογίας) λεξιλογική μονάδα περιεχομένου (σημασίας) που δηλώνεται μονολεκτικά (σπίτι, γράφω, ψηλός) ή περιφραστικά (εν τάξει, τήν πάτησε, όσο να πεις κύμινο) από το σύστημα μιας γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lexeme].
Dictionary of Greek. 2013.