λέξημα

λέξημα
το
(όρος τής δομικής σημασιολογίας) λεξιλογική μονάδα περιεχομένου (σημασίας) που δηλώνεται μονολεκτικά (σπίτι, γράφω, ψηλός) ή περιφραστικά (εν τάξει, τήν πάτησε, όσο να πεις κύμινο) από το σύστημα μιας γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lexeme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μόρφημα — το γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα τού λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας ή αξίας στο επίπεδο τής γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση τής… …   Dictionary of Greek

  • σήμημα — το, Ν γλωσσ. η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα τής γλώσσας, η οποία σε επίπεδο μορφής αντιστοιχεί με το λέξημα, δηλαδή ταυτίζεται με το σημασιολογικό περιεχόμενο τού λεξήματος και εκλαμβάνεται ως μια δέσμη σημασιολογικών χαρακτηριστικών τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”